καχέκτης

καχέκτης
καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακ[ο]-*) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή τού -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευ-έκτης, πλεον-έκτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καχέκτης — in a bad habit of body masc nom sg καχεκτέω to be in a bad habit of body imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχέκται — καχέκτης in a bad habit of body masc nom/voc pl καχέκτᾱͅ , καχέκτης in a bad habit of body masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτῶν — καχέκτης in a bad habit of body masc gen pl καχεκτέω to be in a bad habit of body pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχέκταις — καχέκτης in a bad habit of body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχέκτας — καχέκτᾱς , καχέκτης in a bad habit of body masc acc pl καχέκτᾱς , καχέκτης in a bad habit of body masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτεύομαι — (Α) [καχέκτης] βρίσκομαι σε κακή κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • καχεκτικός — ή, ό (ΑΜ καχεκτικός, ή, όν) [καχέκτης] αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός νεοελλ. μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καχεκτώ — (ΑΜ καχεκτῶ, έω) [καχέκτης] είμαι καχεκτικός, βρίσκομαι σε κακή σωματική κατάσταση αρχ. φρ. «καχεκτοῡντες ταῑς ψυχαῑς διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας» είναι δυσαρεστημένοι εξαιτίας τών λόγων που αναφέρθηκαν προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”